- ξεθεμελιώνω
- ξεθεμελιώνω, ξεθεμελίωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεθεμελιώνω — (Μ ξεθεμελιώνω) καταστρέφω κάτι από τα θεμέλια του, γκρεμίζω, κατεδαφίζω νεοελλ. μτφ. αφανίζω από το πρόσωπο τής γης, επιφέρω ολοκληρωτική καταστροφή … Dictionary of Greek
ξεθεμελιώνω — ξεθεμελίωσα, ξεθεμελιώθηκα, ξεθεμελιωμένος 1. καταστρέφω από τα θεμέλια, γκρεμίζω. 2. μτφ., αφανίζω, καταστρέφω ολότελα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποθεμελιώνω — (Μ ἀποθεμελιῶ, όω) ξεθεμελιώνω, καταστρέφω απ τα θεμέλια … Dictionary of Greek
κατασκάπτω — (AM κατασκάπτω) 1.σκάβω βαθιά («κατασκάψαντα ἐπὶ θάτερα τῆς ἀμπέλου περικαθᾱραι πάσας τὰς ῥίζας», Θεόφρ.) 2. γκρεμίζω, ξεθεμελιώνω, ρημάζω από τα θεμέλια («κατασκάψω δόμους καινῶν τυράννων», Ευρ.) … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεθεμέλιωμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεθεμελιώνω, γκρέμισμα από τα θεμέλια, κατεδάφιση 2. αφανισμός … Dictionary of Greek
ξεθεμελιωτής — ο [ξεθεμελιώνω] 1. αυτός που γκρεμίζει κάτι από τα θεμέλια, που ξεθεμελιώνει 2. μτφ. αυτός που επιφέρει ολοκληρωτική καταστροφή, που αφανίζει, καταστροφέας … Dictionary of Greek